αλάνι — το 1. υπαίθριος χώρος, έξω από την πόλη ή μέσα σ’ αυτή, αλάνα 2. παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. τουρκ. λ. alan «πέρασμα μέσα στο δάσος». ΠΑΡ. νεοελλ. αλάνα, αλάνης, αλανιάρης] … Dictionary of Greek
αγυιόπαιδο — το παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, χαμίνι, αλάνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγυιὰ + παῖς] … Dictionary of Greek
αλάνα — η [αλάνι] 1. ανοιχτός αφύτευτος και άχτιστος χώρος μέσα σε οικισμό, πλατεία 2. πολύ ευρύχωρος ή εκτεταμένος τόπος … Dictionary of Greek
αλάνης — ισσα, ικο 1. άνθρωπος που περνά τη μέρα του στους δρόμους, αλήτης 2. αυτός που δεν έχει καλή ανατροφή, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλανοπερίστερο] … Dictionary of Greek
αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] … Dictionary of Greek
αλανιαρίζω — [αλανιάρης] γυρίζω σαν αλάνι στους δρόμους, αλητεύω … Dictionary of Greek
αλητόπαιδο — το και αλητόπαις, ο παιδί τού δρόμου, αλάνι, χαμίνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλήτης + παιδί] … Dictionary of Greek
μόρτης — ο, θηλ. ισσα, ουδ. ικο και άκι 1. παιδί τού δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι 2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος 3. βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»] … Dictionary of Greek
σοκακόπαιδο — το, Ν παιδί που γυρίζει στους δρόμους, αλάνι … Dictionary of Greek
χαμίνι — το, Ν παιδί τού δρόμου, αλητόπαιδο, αλάνι, γαβριάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gamin «πιτσιρίκος, αλητάκος». Η λ. πλάστηκε από τον Ιω. Ισιο. Σκυλίτση στη μετάφραση τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ] … Dictionary of Greek